- δείσασα
- δείσᾱσα , δείδωaor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεισάσα — δεισά̱σᾱ , δείδω aor part act fem nom/voc/acc dual (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταδοκώ — μεταδοκῶ, έω (Α) [δοκώ] (συν. απρόσ.) αλλάζω γνώμη, μετανιώνω (α. «δείσασα μή σφι μεταδόξῃ», Ηρόδ. β. «μετέδοξέ σοι ταῡτα βελτίω εἶναι», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek